υψιθρονος

υψιθρονος
    ὑψίθρονος
    ὑψί-θρονος
    2
    высоко восседающий
    

(Κλωθώ Pind.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "υψιθρονος" в других словарях:

  • ὑψίθρονος — high throned masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υψίθρονος — ον, Α (για θεό) αυτός που έχει τον θρόνο του ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + θρόνος (πρβλ. ἀρχί θρονος)] …   Dictionary of Greek

  • ὑψίθρονον — ὑψίθρονος high throned masc/fem acc sg ὑψίθρονος high throned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιθρόνοιο — ὑψίθρονος high throned masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιθρόνου — ὑψίθρονος high throned masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιθρόνων — ὑψίθρονος high throned masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψίθρονε — ὑψίθρονος high throned masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψίθρονοι — ὑψίθρονος high throned masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψίθρον' — ὑψίθρονα , ὑψίθρονος high throned neut nom/voc/acc pl ὑψίθρονε , ὑψίθρονος high throned masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… …   Dictionary of Greek

  • υψίθωκος — και ύψιθόωκος, ον, Α ὑψίθρονος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + θῶκος «έδρα, κάθισμα»), πρβλ. ἐρημό θωκος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»